Μεγαρεῖς

Μεγαρεῖς
Μεγαρεύς
citizen of Megara
masc acc pl
Μεγαρεύς
citizen of Megara
masc nom/voc pl (parad-form)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

  • Χαλκηδών — Πόλη της ασιατικής παραλίας της Προποντίδας (το σημερινό Καντίκιοϊ, προάστιο της Κωνσταντινούπολης). Χτίστηκε το 675 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους, και αναπτύχθηκε γρήγορα χάρη στην πανελλήνια φήμη του εκεί μαντείου του Απόλλωνα. Την κυρίευσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Αίσυμνος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Πολίτης των Μεγάρων που, μετά τον θάνατο του βασιλιά της πόλης Υπερίωνα, ρώτησε το Μαντείο των Δελφών με ποιον τρόπο θα ευτυχήσουν οι Μεγαρείς. Το Μαντείο απάντησε «όταν μετά των πλειόνων βουλεύσωνται». Οι Μεγαρείς νόμισαν… …   Dictionary of Greek

  • Σιμαίθα — Εταίρα από τα Μέγαρα. Επειδή κάποτε την άρπαξαν μερικοί μεθυσμένοι νεαροί Αθηναίοι, οι Μεγαρείς για να εκδικηθούν, άρπαξαν με τη σειρά τους δύο εταίρες φίλες της Ασπασίας του Περικλή, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στους Αθηναίους και… …   Dictionary of Greek

  • Epicharmos — (altgriechisch Ἐπίχαρμος, lateinisch Epi charmus, deutsch auch Epi charm, * um 540 v. Chr.; † um 460 v. Chr.) ist der Hauptvertreter der dorisch sizilischen Komödie. Sein Geburtsort ist umstritten, nach Aristoteles kommt er aus dem sizilischen… …   Deutsch Wikipedia

  • Πλαταιές — I Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, στα σύνορα με την Αττική, μεταξύ των βόρειων κλιτύων του Κιθαιρώνα και του ποταμού Ασωπού. Από τα λίγα ευρήματα προκύπτει ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή. Στους ιστορικούς χρόνους, οι Π.… …   Dictionary of Greek

  • αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για …   Dictionary of Greek

  • διάκριοι — (Α) 1. μία από τις πολιτικές μερίδες τών Αθηνών μετά τον Σόλωνα 2. οι κάτοικοι τής Διακρίας στην Εύβοια. [ΕΤΥΜΟΛ. Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζονται οι κάτοικοι τής Αττικής πριν από την εποχή τού Σόλωνος που κατοικούσαν στα υψηλά σημεία τής… …   Dictionary of Greek

  • θάψος — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Παραλιακή πόλη της Σικελίας. Ήταν χτισμένη επάνω στην ομώνυμη χερσόνησο, Β των Συρακουσών. Αρχικά ήταν αποικία των Φοινίκων και έπειτα αποικίστηκε από Μεγαρείς (729 π.Χ.). Από τότε λειτούργησε ως ναυτικός σταθμός. Στη… …   Dictionary of Greek

  • κλάμα — (I) και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) [κλαίω] το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην τού φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”